-
1 платить
плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.δ.1. πληρώνω• εξοφλώ•платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•
платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•
натурой πληρώνω σε είδος•
платить наличными πληρώνω σε μετρητά•
платить за покупки πληρώνω για ψώνια•
платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.
|| επιμετρώ• προσπληρώνω•платить золотом πληρώνω σε χρυσό•
платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•
платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•
налог πληρώνω φόρο•
платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.
2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•
платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•
платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•
платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•
платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•
за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.
εκφρ.платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).1. πληρώνομαι•налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.
2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•-здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).
-
2 добро
добро 1-а ουδ.1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•добро и зло το καλό και το κακό.
2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•
нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•
от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.
3. καλή, αγαθή πράξη•делать много -а κάνω πολλά καλά.
4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.
5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.
εκφρ.поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.добро 2επίρ.καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•εκφρ.добро пожаловать – καλώς ήρθατε.добро 3-а ουδ.παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д». -
3 зло
-а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.1. κακό•причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•
желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•
употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•
пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.
2. δυστυχία, ατυχία•корень зла η ρίζα του κακού•
из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•
платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.
3. κακία, θυμός φούρκα•со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•
зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•
зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•
зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.
-
4 добром
επίρ.με το καλό, εθελοντικά•лучше -отдайте, а то хуже будет καλύτερα δόστε με το καλό, αλλιώτικα θα σου βγει σε κακό.
-
5 нехорошо
επίρ•. όχι καλά, κακώς, άσχημα•здесь пахнет нехорошо εδώ μυρίζει άσχημα•, чувствовать себя нехорошо αισθάνομαι άσχημα.
|| ως κατηγ. δεν είναι καλό• είναι κακό, άσχημο•нехорошо так поступать δεν είναι καλό να πράττεις έτσι.
-
6 худо
ху́д||о Iс τό κακό[ν]:он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.худо II1. нареч κακά, ἄσχημα:\худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον2. безл:ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του. -
7 отплатить
-лачу, -латишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. ανταποδίδω πληρώνω με το ίδιο νόμισμα•злом за зло ανταποδίδω το κακό•
отплатить добром за зло κάνω καλό αντί για κακό.
2. εκδικούμαι, αντεκδικούμαι • βγάζω το άχτι μου.εκφρ.отплатить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, ανταποδίδω τα ίσα. -
8 худо
худо 1-а ουδ.παλ. το κακό•нет -а без добра δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό.
худо 2επίρ.κακά, άσχημα. || ως κατηγ. είναι κακά, άσχημα•больному худо ο άρρωστος ειναι άσχημα•
ему худо του είναι άσχημα.
εκφρ.худо бедно – παλ. ελάχιστα, λιγάκι. -
9 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
10 всякий
всяк||иймест.1. (каждый, любой) καθένας, ὁποιοσδήποτε, πᾶς Εκαστος:во \всякийое время σ'όποιαδήποτε ὠρα· \всякий раз, как... κάθε φορά πού..., ὁσάκις...· \всякийими путями παντοιοτρόπως, μ'ὅλα τά μέσα· на \всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο, γιά καλό καί γιά κακό· во\всякийом случае ἐν πάση περιπτώσει·2. (разный) κάθε είδους, διάφορος, λογής-λογής:\всякийого рода κάθε λογῆς· ◊ без \всякийой жалости χωρίς κανένα οίκτο. -
11 гений
генийм ἡ μεγαλοφυία, ἡ ίδιοφυΐα, ὁ Εξοχος νους, τό δαιμόνιο· ◊ добрый \гений τό ἀγαθό πνεΰμα, τό καλό δαιμόνιο· злой \гений τό κακό πνεΰμα, ὁ κακός δαίμων. -
12 относиться
относитьсянесов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:\относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·3. мат σχετίζομαι προς. -
13 слух
слухм1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση. -
14 воздать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возданный, -дан, -а, -о, ρ.σ.μ.(παλ. κ. υψ. ύφος) αμείβω, ανταμείβω• αποδίδω•воздать должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες•
справедливость! αποδίδω τη δίκαιο•
воздать должное ανταμείβω•
воздать воинские почести αποδίδω στρατιωτικές τιμές.
|| μτφ. πληρώνω, κάνω, αποδίδω•воздать добром за зло κάνω καλό αντί για κακό•
αμείβομαι πληρώνομαι•воздать по заслугам αμείβομαι για τις υπηρεσίες.
-
15 всякий
αντων. επιμεριστική.1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•
без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.
εκφρ.- ая всячина – βλ. всячина•во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•- го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής. -
16 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση. -
17 здравие
-я ουδ.παλ. βλ. здоровье.εκφρ.во здравие – παλ. στην υγεία•здравие желаю – παλ. σας ευχόμαστε υγεία (απάντηση κατωτέρων αξιωματικών σε χαιρετισμό ανωτέρου)•начать за здравие, а кончить ή свести за упокой – αρχίζω με γέλια και τελειώνω με κλάματα, αρχίζω με το καλό και τελειώνω με το κακό (για συνομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.). -
18 знак
-а α.1. σημάδι, σημείο•опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.
|| μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•
молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.
2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.
|| στίγμα, βούλα, κουκίδα.3. οιωνός, προμήνυμα•добрый знак καλό σημάδι•
дурной знак κακό σημάδι.
4. σινιάλο, σήμα•условный знак συμβατικό σήμα•
дать знак δίνω σήμα.
5. συμβολικό σημάδι•иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•
стенографические -и στενογραφικά σημάδια•
математические -и μαθηματικά σημάδια•
алфавитные -и τα φθογγόσημα.
|| μάρκα, στάμπα•фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.
6. βλ. значок.7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.
εκφρ.- и отличия – τα εύσημα•знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•- и различия – διάσημα, γαλόνια•в знак памяти – για ενθύμιο•под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. -
19 пожарный
επ.πυροσβεστικός• της πυρκαγιάς•-ая команда πυροσβεστικός λόχος•
пожарный шланг ο πυροσβεστικός υδροσωλήνας (μάνικα)•
пожарный насос πυροσβεστική αντλία•
-ое депо πυροσβεστικός σταθμός•
пожарный дым ο καπνός της πυρκαγιάς;
ουσ. πυροσβέστης.εκφρ.в -ом порядке – βεβιασμένα, εσπευσμένα•на всякий пожарный случай – για κάθε ενδεχόμενο, για ώρα ανάγκης, για καλό και για κακό. -
20 серединка
-и θ.η μέση, το μέσον το κέντρο.εκφρ.серединка на половину (или на половине, на половинке, на половинку); – α) το ενδιάμεσο, β) μέτριο (ούτε καλό, ούτε κακό).
См. также в других словарях:
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek
χερικό — το 1. φρ., «Kάνω χερικό», κάνω την πρώτη αρχή εργασίας, πώλησης κ.ά. 2. φρ., «Έχω καλό (κακό) χερικό», είμαι (ή δεν είμαι) γουρλής. 3. φρ., «Tου βάζω χερικό», αρχίζω να τον κατασπαταλώ, ή αρχίζω να τον δέρνω ή να τον βρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek